μυσαροκοπρώνυμος

μυσαροκοπρώνυμος
μυσαροκοπρώνυμος, -ον (Μ)
υβριστικό επίθετο για τον αυτοκράτορα Κωσταντίνο Ε'.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + κοπρώνυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”